ενδείκνυμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενδείκνυμαι < αρχαία ελληνική ἐνδείκνυμαι < ἐνδείκνυμι
Ρήμα
ενδείκνυμαι
- είμαι κατάλληλος για μία περίσταση/κατάσταση, στη νεοελληνική συνήθως για άψυχα και αφηρημένα ουσιαστικά, κατά κανόνα στο τρίτο πρόσωπο, για κάτι που είναι πρέπον, όπως πρέπει, όπως απαιτούν οι συνθήκες, που συνιστάται προτρεπτικά ως σωστό αλλά που δεν επιβάλλεται
- Για την περίπτωσή σας ενδείκνυται ένα ισχυρότερο σκεύασμα
Συνώνυμα
- στο τρίτο πρόσωπο συνιστάται
Συγγενικά
- ενδεδειγμένος (μτχ. παθ. παρακ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.