αερομεταφερόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αερομεταφερόμενος | η | αερομεταφερόμενη | το | αερομεταφερόμενο |
| γενική | του | αερομεταφερόμενου | της | αερομεταφερόμενης | του | αερομεταφερόμενου |
| αιτιατική | τον | αερομεταφερόμενο | την | αερομεταφερόμενη | το | αερομεταφερόμενο |
| κλητική | αερομεταφερόμενε | αερομεταφερόμενη | αερομεταφερόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αερομεταφερόμενοι | οι | αερομεταφερόμενες | τα | αερομεταφερόμενα |
| γενική | των | αερομεταφερόμενων | των | αερομεταφερόμενων | των | αερομεταφερόμενων |
| αιτιατική | τους | αερομεταφερόμενους | τις | αερομεταφερόμενες | τα | αερομεταφερόμενα |
| κλητική | αερομεταφερόμενοι | αερομεταφερόμενες | αερομεταφερόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία el
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.e.ɾo.me.ta.feˈɾo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ε‐ρο‐με‐τα‐φε‐ρό‐με‐νος
Μετοχή
αερομεταφερόμενος, -η, -ο (μετοχή χωρίς ρήμα)
- που μεταφέρεται με εναέριο μεταφορικό μέσο (όπως με αεροπλάνο, ελικόπτερο)
- ↪ οι αερομεταφερόμενες μονάδες του στρατού (στρατιωτικός όρος)
- που διαδίδεται μέσω του αέρα (όπως ο ήχος, ιοί, ουσίες)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- αερομεταφερόμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.