airborne

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

airborne < air + borne (μαρτυρείται από το 1637)[1]

Επίθετο

airborne (en)

  1. (αεροπορικός όρος) αερομεταφερόμενος
  2. (αεροπορικός όρος) (ως επίρρημα) εν πτήσει

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
airborne airbornes

airborne (en)

  • (στρατιωτικός όρος) στρατιωτική μονάδα που αερομεταφέρεται προς στο πεδίο της μάχης όπου φτάνει με αλεξίπτωτο ή ελικόπτερο

Αναφορές

  1. airborne στο λεξικό Merriam-Webster
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.