αεροπλάνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεροπλάνο τα αεροπλάνα
      γενική του αεροπλάνου των αεροπλάνων
    αιτιατική το αεροπλάνο τα αεροπλάνα
     κλητική αεροπλάνο αεροπλάνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεροπλάνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική aéroplane < aéro- (< αρχαία ελληνική ἀήρ) + -plane (< planer < λατινική planus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pleh₂-)
  • ἀεροπλάνον (μαρτυρείται από το 1897)[1]
αεροπλάνο
Δύο αεροπλάνα σε σχηματισμό

Προφορά

ΔΦΑ : /a.e.ɾoˈpla.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεροπλάνο

Ουσιαστικό

αεροπλάνο ουδέτερο

  1. (μέσο μεταφορών, αεροπορικός όρος) πτητική συσκευή, βαρύτερη από τον αέρα, που πετά χάρη στην εμφάνιση δυναμικής άνωσης στις επιφάνειες των φτερών του
    το αεροπλάνο απογειώνεται / προσγειώνεται σε μία ώρα
     συνώνυμα: αεροσκάφος
  2. (μεταφορικά, προφορικό) που είναι σε ένταση, εκνευρισμένος
    Με αυτά που κάνουν μ' έχουν κάνει αεροπλάνο.

Πολυλεκτικοί όροι

  • αναγνωριστικό αεροπλάνο
  • βομβαρδιστικό αεροπλάνο
  • επιβατικό αεροπλάνο
  • καταδιωκτικό αεροπλάνο
  • μεταγωγικό αεροπλάνο
  • μεταφορικό αεροπλάνο
  • πολεμικό αεροπλάνο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 18, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.