ελικόπτερο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ελικόπτερο | τα | ελικόπτερα |
| γενική | του | ελικοπτέρου & ελικόπτερου |
των | ελικοπτέρων |
| αιτιατική | το | ελικόπτερο | τα | ελικόπτερα |
| κλητική | ελικόπτερο | ελικόπτερα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ελικόπτερο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hélicoptère < αρχαία ελληνική ελικο- (< έλικας) + -πτερον (< φτερό)
Συγγενικά
- ελικοπτεροφόρος
Μεταφράσεις
ελικόπτερο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
