αδαής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδαής η αδαής το αδαές
      γενική του αδαούς* της αδαούς του αδαούς
    αιτιατική τον αδαή την αδαή το αδαές
     κλητική αδαή(ς) αδαής αδαές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδαείς οι αδαείς τα αδαή
      γενική των αδαών των αδαών των αδαών
    αιτιατική τους αδαείς τις αδαείς τα αδαή
     κλητική αδαείς αδαείς αδαή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αδαής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀδαής < ἀ- + *δάω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ðaˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδαής

Επίθετο

αδαής, -ής, -ές

  • που δε γνωρίζει το αντικείμενο, που έχει άγνοια πάνω σε αυτό, ο άπειρος, ο ανίδεος
    κάναμε λάθος στην επιλογή μας, αυτός είναι αδαής στο θέμα με το οποίο ασχολούμαστε

Συνώνυμα

  • ανεπίγνωτος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.