αδαημοσύνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδαημοσύνη οι αδαημοσύνες
      γενική της αδαημοσύνης των αδαημοσυνών
    αιτιατική την αδαημοσύνη τις αδαημοσύνες
     κλητική αδαημοσύνη αδαημοσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αδαημοσύνη < αρχαία ελληνική ἀδαημοσύνη < ἀδαής, μορφολογικά αναλύεται σε αδαήμ(ων) + -οσύνη

Ουσιαστικό

αδαημοσύνη θηλυκό

  • (λόγιο) το να είναι κάποιος αδαής, να μην γνωρίζει κάτι ή να μην έχει πείρα
    Ποτέ άλλοτε δεν είχε συμβεί, μέσα σε δύο χρόνια ένα διαχειρίσιμο χρέος μιας χώρας να μετατραπεί μέσα από αστοχίες, αδαημοσύνες, αγνωσίες, ανεπάρκειες, παραλείψεις, εσωκομματικές έριδες, ολιγότητες, ανασφάλειες, παλινωδίες σε χρεοκοπικό εφιάλτη!!! (εφημερίδα Η φωνή της Κορινθίας, 15-12-2011, σελ. 2)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.