δάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 

Ετυμολογία

*δάω < θέμα δα- (δείτε ἐδάην) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *dens-

Ρήμα

*δάω  δείτε τη λέξη ἐδάην για τους μαρτυρημένους τύπους

  1. μαθαίνω
  2. διδάσκω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.