ευκαιρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ευκαιρία | οι | ευκαιρίες |
| γενική | της | ευκαιρίας | των | ευκαιριών |
| αιτιατική | την | ευκαιρία | τις | ευκαιρίες |
| κλητική | ευκαιρία | ευκαιρίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ευκαιρία < αρχαία ελληνική εὐκαιρία < εὖ + καιρός
Ουσιαστικό
ευκαιρία θηλυκό
- ο κατάλληλος καιρός, η ευνοϊκή συγκυρία, η χρονική στιγμή που προσφέρεται για να γίνει κάτι που πρέπει ή θέλουμε να κάνουμε
- τώρα που σταμάτησε να βρέχει, είναι ευκαιρία να πεταχτώ για λίγο έξω
- η δυνατότητα που παρουσιάζεται σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, για να γίνει κάτι που πρέπει ή θέλουμε να κάνουμε, και είναι δυνατόν να χαθεί αν δεν την εκμεταλλευτούμε· ανοιχτή δυνητικότητα συνήθως για περιορισμένο χρονικό διάστημα
- μου παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να ταξιδέψω στην Αμερική, αλλά εγώ, αντί να την πιάσω από τα μαλλιά, την άφησα να φύγει
- η δυνατότητα που παρέχεται σε κάποιον από κάποιον άλλον να πετύχει κάτι που θέλει
- ίσες ευκαιρίες για όλους
- έγραψες χάλια στο διαγώνισμα, αλλά θα σου δώσω ακόμα μια ευκαιρία να βελτιώσεις το βαθμό σου
- κάτι που πωλείται σε πολύ χαμηλή τιμή σχετικά με την πραγματική του αξία
- τέτοιο σπίτι και σε καλή περιοχή, για τόσα λίγα λεφτά, είναι πραγματική ευκαιρία
- ελεύθερος διαθέσιμος χρόνος
- όταν βρω ευκαιρία, θα πάω ένα ταξιδάκι
Εκφράσεις
- επί τη ευκαιρία, επ' ευκαιρία (λόγιο) (< (καθαρεύουσα) ἐπ' εὐκαιρίᾳ) με αφορμή την ευκαιρία που δόθηκε, εκμεταλλευόμενος τις περιστάσεις που προέκυψαν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.