ανήμπορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανήμπορος η ανήμπορη το ανήμπορο
      γενική του ανήμπορου της ανήμπορης του ανήμπορου
    αιτιατική τον ανήμπορο την ανήμπορη το ανήμπορο
     κλητική ανήμπορε ανήμπορη ανήμπορο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανήμποροι οι ανήμπορες τα ανήμπορα
      γενική των ανήμπορων των ανήμπορων των ανήμπορων
    αιτιατική τους ανήμπορους τις ανήμπορες τα ανήμπορα
     κλητική ανήμποροι ανήμπορες ανήμπορα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανήμπορος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνήμπορος < στερητικό ἀν- + ἠμπορῶ + -ος (< ἐμπορῶ < αρχαία ελληνική εὐπορῶ) με επανανάλυση σε ανή- + μπορ- + -ος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈnim.bo.ɾos/ & /aˈni.bo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανήμπορος

Επίθετο

ανήμπορος, -η, -ο

  1. που δεν έχει δύναμη ή σφρίγος
     συνώνυμα: αδύναμος
  2. που δεν μπορεί να πραγματοποιήσει κάτι
  3. φτωχός
  4. ασθενής

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.