εγκαταλελειμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκαταλελειμμένος η εγκαταλελειμμένη το εγκαταλελειμμένο
      γενική του εγκαταλελειμμένου της εγκαταλελειμμένης του εγκαταλελειμμένου
    αιτιατική τον εγκαταλελειμμένο την εγκαταλελειμμένη το εγκαταλελειμμένο
     κλητική εγκαταλελειμμένε εγκαταλελειμμένη εγκαταλελειμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκαταλελειμμένοι οι εγκαταλελειμμένες τα εγκαταλελειμμένα
      γενική των εγκαταλελειμμένων των εγκαταλελειμμένων των εγκαταλελειμμένων
    αιτιατική τους εγκαταλελειμμένους τις εγκαταλελειμμένες τα εγκαταλελειμμένα
     κλητική εγκαταλελειμμένοι εγκαταλελειμμένες εγκαταλελειμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εγκαταλελειμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος εγκαταλείπω,  δείτε τη λέξη εγκαταλείπομαι

Προφορά

ΔΦΑ : /eŋ.ɡa.ta.le.liˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκαταλελειμμένος
παλιότερος συλλαβισμός: εγκαταλελειμμένος

Μετοχή

εγκαταλελειμμένος, -η, -ο και εγκαταλειμμένος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.