ἀβοήθητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀβοήθητος | τὸ ἀβοήθητον | οἱ, αἱ ἀβοήθητοι | τὰ ἀβοήθητα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀβοηθήτου | τοῦ ἀβοηθήτου | τῶν ἀβοηθήτων | τῶν ἀβοηθήτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀβοηθήτῳ | τῷ ἀβοηθήτῳ | τοῖς, ταῖς ἀβοηθήτοις | τοῖς ἀβοηθήτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀβοήθητον | τὸ ἀβοήθητον | τοὺς, τὰς ἀβοηθήτους | τὰ ἀβοήθητα |
| Κλητική | ἀβοήθητε | ἀβοήθητον | ἀβοήθητοι | ἀβοήθητα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀβοηθήτω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀβοηθήτοιν | |||
Επίθετο
ἀβοήθητος, -ος, ον
Παράγωγα
- ἀβοηθήτως (επίρρημα)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βοηθέω
Πηγές
- ἀβοήθητος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀβοήθητος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.