ελεγχόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελεγχόμενος | η | ελεγχόμενη | το | ελεγχόμενο |
| γενική | του | ελεγχόμενου | της | ελεγχόμενης | του | ελεγχόμενου |
| αιτιατική | τον | ελεγχόμενο | την | ελεγχόμενη | το | ελεγχόμενο |
| κλητική | ελεγχόμενε | ελεγχόμενη | ελεγχόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελεγχόμενοι | οι | ελεγχόμενες | τα | ελεγχόμενα |
| γενική | των | ελεγχόμενων | των | ελεγχόμενων | των | ελεγχόμενων |
| αιτιατική | τους | ελεγχόμενους | τις | ελεγχόμενες | τα | ελεγχόμενα |
| κλητική | ελεγχόμενοι | ελεγχόμενες | ελεγχόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.leŋˈxo.me.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐λεγ‐χό‐με‐νος
Μετοχή
ελεγχόμενος, -η, -ο
Συγγενικά
- ελεγμένος
- ηλεγμένος (λόγιο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.