αποδοκιμασία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποδοκιμασία οι αποδοκιμασίες
      γενική της αποδοκιμασίας των αποδοκιμασιών
    αιτιατική την αποδοκιμασία τις αποδοκιμασίες
     κλητική αποδοκιμασία αποδοκιμασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποδοκιμασία < αποδοκιμάζω (αποδοκίμασ-) + -ία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désapprobation[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.ðo.ci.maˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποδοκιμασία

Ουσιαστικό

αποδοκιμασία θηλυκό

  • το να αποδοκιμάζω κάποιον ή το αποτέλεσμα του να αποδοκιμάζω κάποιον
    η αποδοκιμασία των οπαδών κατά του διαιτητή ήταν έντονη μετά το τελευταίο σφύριγμα του αγώνα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.