αποδοκιμασία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποδοκιμασία | οι | αποδοκιμασίες |
| γενική | της | αποδοκιμασίας | των | αποδοκιμασιών |
| αιτιατική | την | αποδοκιμασία | τις | αποδοκιμασίες |
| κλητική | αποδοκιμασία | αποδοκιμασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποδοκιμασία < αποδοκιμάζω (αποδοκίμασ-) + -ία, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désapprobation[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.po.ðo.ci.maˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δο‐κι‐μα‐σί‐α
Ουσιαστικό
αποδοκιμασία θηλυκό
- το να αποδοκιμάζω κάποιον ή το αποτέλεσμα του να αποδοκιμάζω κάποιον
- ↪ η αποδοκιμασία των οπαδών κατά του διαιτητή ήταν έντονη μετά το τελευταίο σφύριγμα του αγώνα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αποδοκιμασία
Αναφορές
- αποδοκιμασία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.