επανέλεγχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επανέλεγχος οι επανέλεγχοι
      γενική του επανέλεγχου
& επανελέγχου
των επανέλεγχων
& επανελέγχων
    αιτιατική τον επανέλεγχο τους επανέλεγχους
& επανελέγχους
     κλητική επανέλεγχε επανέλεγχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επανέλεγχος < επαν- + έλεγχος

Ουσιαστικό

επανέλεγχος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.