έκλυτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έκλυτος η έκλυτη το έκλυτο
      γενική του έκλυτου της έκλυτης του έκλυτου
    αιτιατική τον έκλυτο την έκλυτη το έκλυτο
     κλητική έκλυτε έκλυτη έκλυτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έκλυτοι οι έκλυτες τα έκλυτα
      γενική των έκλυτων των έκλυτων των έκλυτων
    αιτιατική τους έκλυτους τις έκλυτες τα έκλυτα
     κλητική έκλυτοι έκλυτες έκλυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

έκλυτος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔκλυτος (έκ-λυτος, φιλήδονος) < αρχαία ελληνική ἔκλυτος (ελαφρύς)[1] < ἐκλύω < ἐκ + λύω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.kli.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έκλυτος
παλιότερος συλλαβισμός: έκλυτος
ομόηχο: έκκλητος

Επίθετο

έκλυτος

  • (λόγιο) που δεν σέβεται τους ηθικούς κανόνες και δεν χαλιναγωγεί τα πάθη του
      Τα έκλυτα ήθη των Βυζαντινών αναφέρονται συχνά από τους ποιητές της πόλης, ιδιαίτερα από τον Αντίφιλο τον Βυζάντιο που άκμασε τον 1ο αιώνα μ.Χ. (Freely, John, (μτφ. Έλλη Έμκε) (2014), Κωνσταντινούπολη: Η ιστορία της αυτοκρατορικής πόλης. Αθήνα: Μίνωας, σελ. 33)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.