ασωτία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασωτία οι ασωτίες
      γενική της ασωτίας των ασωτιών
    αιτιατική την ασωτία τις ασωτίες
     κλητική ασωτία ασωτίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασωτία < αρχαία ελληνική ἀσωτία

Ουσιαστικό

ασωτία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του άσωτου
  2. η ενέργεια του άσωτου, η σπάταλη, η διασκέδαση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.