άσωστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άσωστος η άσωστη το άσωστο
      γενική του άσωστου της άσωστης του άσωστου
    αιτιατική τον άσωστο την άσωστη το άσωστο
     κλητική άσωστε άσωστη άσωστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άσωστοι οι άσωστες τα άσωστα
      γενική των άσωστων των άσωστων των άσωστων
    αιτιατική τους άσωστους τις άσωστες τα άσωστα
     κλητική άσωστοι άσωστες άσωστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άσωστος < ά- στερητικό + (σώνω) σωσ- + -τος
σημασία: «που δεν γλιτώνει» < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄσωστος [1]

Επίθετο

άσωστος, -η, -ο

  1. που δε σώθηκε ή δε σώνεται, δεν ξοδεύεται, που δεν έχει τέλος
    ο δρόμος μέσα στην έρημο έμοιαζε άσωστος
     συνώνυμα: άσωτος
  2. που δεν γλιτώνει
     αντώνυμα: σωσμένος

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.