άσωστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άσωστος | η | άσωστη | το | άσωστο |
| γενική | του | άσωστου | της | άσωστης | του | άσωστου |
| αιτιατική | τον | άσωστο | την | άσωστη | το | άσωστο |
| κλητική | άσωστε | άσωστη | άσωστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άσωστοι | οι | άσωστες | τα | άσωστα |
| γενική | των | άσωστων | των | άσωστων | των | άσωστων |
| αιτιατική | τους | άσωστους | τις | άσωστες | τα | άσωστα |
| κλητική | άσωστοι | άσωστες | άσωστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άσωστος < ά- στερητικό + (σώνω) σωσ- + -τος
- σημασία: «που δεν γλιτώνει» < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἄσωστος [1]
Επίθετο
άσωστος, -η, -ο
Μεταφράσεις
που δεν τελειώνει
|
|
που δεν γλιτώνει
|
|
Αναφορές
- άσωστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.