Καλαμπάκα
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.lamˈba.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐λα‐μπά‐κα
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Καλαμπάκα | ||
| γενική | της | Καλαμπάκας | ||
| αιτιατική | την | Καλαμπάκα | ||
| κλητική | Καλαμπάκα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η σελίδα που αφορά στην Καλαμπάκα στο απογραφικό κατάστιχο του 1454 / 1455.[1]
Συγγενικά
- Καλαμπάκας (επώνυμο)
- Καλαμπακιώτης
- καλαμπακιώτικα
- καλαμπακιώτικος
- Καλαμπακιώτισσα
- → δείτε τη λέξη καλπάκι
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Melek Delilbaşı, Muzaffer Arıkan, Hicri 859 Tarihli Suret–i Defter–i Sancak–ı Tırhala, εκδ. Türk Tarih Kurumu Yayınları, Άγκυρα 2001, τ. 2, ISBN 9799751614734, σελ. 120a.
- Melek Delilbaşı, Muzaffer Arıkan, Hicri 859 Tarihli Suret–i Defter–i Sancak–ı Tırhala, εκδ. Türk Tarih Kurumu Yayınları, Άγκυρα 2001, τ. 1, ISBN 9799751614727, σελ. 71.
- Η παλαιότερη αναφορά της Καλαμπάκας ως Kalbakkaya / Qalabaqqaya γίνεται σε απογραφικό κατάστιχο μιας φορολογικής απογραφής που διενεργήθηκε το Έτος Εγίρας 859 (από τις 22 Δεκεμβρίου του 1454 ως τις 10 Οκτωβρίου του 1455) στην περιοχή του σαντζακίου των Τρικάλων (Tırhala Sancağı). Βλ. Nicoară Beldiceanu, Petre Ștefan Vasiliu Năsturel, «Η Θεσσαλία στην περίοδο 1454/55–1506», Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 19 (1991) 121.
- Ο τύπος ḳalabaḳ (πρόδρομος τύπος τού kalpak) απαντά πριν το 1461. βλ. Sevan Nişanyan, Nişanyan Sözlük: Çağdaş Türkçenin Etimolojisi, εκδ. Liber Plus Yayınları, Κωνσταντινούπολη 2018, ISBN 978-605-81364-2-7, λήμμα kalpak.
- Η ονομασία πρέπει να προέκυψε είτε επειδή κάποιοι βράχοι (π.χ. του Άλτσου, του Αγίου Στεφάνου ή της Αγίας Τριάδας) πάνω από την Καλαμπάκα μοιάζουν με καλπάκι είτε διότι πάνω στους βράχους, σε μοναστήρια, εγκαταβιούσαν καλόγεροι που φορούσαν σχετικά καπέλα / σκούφους. («Μπορούμε να το αποδώσουμε ως: ο βράχος με τους καλογερικούς σκούφους.» Beldiceanu–Năsturel 1991, 121)
- Έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι σημαίνει «φρούριο στην κορυφή του βράχου» (kale = φρούριο + baş = κεφάλι, (μεταφορικά) κορυφή + kaya = βράχος). (Νίκος Μαλαβάκης, «Ετυμολογημένα τοπωνύμια Νομού Τρικάλων», Τρικαλινά, 21 (2001) 115-116)
Ετυμολογία 2
- Καλαμπάκα < γενική ενικού του αρσενικού Καλαμπάκας
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Калампака
- λατινικοί χαρακτήρες: Kalampaka
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Καλαμπάκα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Καλαμπάκας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.