Aeginium

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

Aeginium < (άμεσο δάνειο) ελληνιστική κοινή Αἰγίνιον

Προφορά

ΔΦΑ : /ae̯ˈɡi.ni.um/

Κύριο όνομα

Aeginium ουδέτερο

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική Aeginium
-
γενική Aeginiī & Aegini
-
δοτική Aeginiō
-
αιτιατική Aeginium
-
κλητική Aeginium
-
αφαιρετική Aeginiō
-
(β' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.