Εγίρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Εγίρα | ||
| γενική | της | Εγίρας | ||
| αιτιατική | την | Εγίρα | ||
| κλητική | Εγίρα | |||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Εγίρα < (λόγιο δάνειο) μεσαιωνική λατινική hegira (έξοδος από κίνδυνο) [1] < αραβική هِجْرَة (hijra, μετανάστευση, φυγή, αναχώρηση) < هَجَرَ (hajara, μεταναστεύω, εγκαταλείπω) [2] [3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈʝi.ra/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ε‐γί‐ρα
- τονικό παρώνυμο: έγειρα
Ουσιαστικό
Εγίρα θηλυκό
- (ισλαμισμός) η φυγή του Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα το 622 μ.Χ. καθώς και η μουσουλμανική αφετηρία χρονολόγησης
Συγγενικά
- ε.Ε. / Ε.Ε.
Αναφορές
- hegira - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Εγίρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.