baş

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία 1

baş < οθωμανικά τουρκικά باش ‎ (baş: κεφάλι) < πρωτοτουρκική *baĺč (κεφάλι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbɑʃ/

Ουσιαστικό

baş

  1. (ανατομία) κεφάλι
  2. (μεταφορικά) κορυφή
  3. (μεταφορικά) αρχηγός, επικεφαλής

Ετυμολογία 2

baş < πρωτοτουρκική *biāĺč (τραύμα)

Ουσιαστικό

baş

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.