Καλαμπακιώτισσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Καλαμπακιώτισσα οι Καλαμπακιώτισσες
      γενική της Καλαμπακιώτισσας των Καλαμπακιωτισσών
    αιτιατική την Καλαμπακιώτισσα τις Καλαμπακιώτισσες
     κλητική Καλαμπακιώτισσα Καλαμπακιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Καλαμπακιώτισσα < Καλαμπακιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Κύριο όνομα

Καλαμπακιώτισσα θηλυκό (αρσενικό Καλαμπακιώτης)

  • (πατριδωνυμικό) η δημότισσα ή κάτοικος της Καλαμπάκας ή αυτή που κατάγεται από την πόλη αυτή
      Πολλά τραγούδια θα σου πω, γιατί πολύ μ’ αρέσεις, / Καλαμπακιώτισσα μικρή, τρελή ξανθιά, θέλω να με προσέξεις.
    (Στίχοι από το τραγούδι «Καλαμπακιώτισσα» του Βασίλη Τσιτσάνη)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Καλαμπακιώτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.