Τρίκαλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | Τρίκαλα | ||
| γενική | των | Τρικάλων | ||
| αιτιατική | τα | Τρίκαλα | ||
| κλητική | Τρίκαλα | |||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τρίκαλα (για τη θεσσαλική πόλη) < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Τρίκαλα < σλαβικής προέλευσης тркала (trkala: κυλώ) / тркало (trkalo: τροχός) < трк (< πρωτοσλαβική [1] *tъrkъ: τρέχω, κυλώ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tŕ̥kʷ-os: τρέχω (γρήγορα) < *terkʷ-: ρέπω) + σλαβικής προέλευσης -ало / -ло (< πρωτοσλαβική *-dlo)[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtɾi.ka.la/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρί‐κα‐λα
Κύριο όνομα
Τρίκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- πόλη της Δυτικής Θεσσαλίας, πρωτεύουσα του Δήμου Τρικκαίων
- ※ Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε το Σακαφλιά. / Τέτοιο ντερβίσικο παιδί το κλαίμε όλοι μας μαζί. (Από το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Ο Σακαφλιάς»)
- χωριό στο Νομό Κορινθίας
- χωριό στο Νομό Ημαθίας
Συγγενικά
Αναφορές
- https://smerdaleos.wordpress.com
- ή < ελληνιστική κοινή Τρίκαλα (πόλη της Σικελίας) < Τρικάρανος < τρικάρανος / τρικάρηνος (με τρεις κορυφές) (Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Η προέλευση και η εξάπλωση του γεωγραφικού όρου «Τρίκαλα», περιοδικό Τρικαλινά, 3, 1983, σελ. 5–18) ή < αρχαία ελληνική Τρίκκη / Τρίκη
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
| λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση | ||||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | Τρίκαλα | ||||||
| γενική | τῶν | Τρικάλων | ||||||
| δοτική | τοῖς | Τρικάλοις | ||||||
| αιτιατική | τὰ | Τρίκαλα | ||||||
| κλητική ὦ! | Τρίκαλα | |||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Τρίκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (πόλη) η θεσσαλική πόλη Τρίκαλα
- ※ Ἐν ὅσῳ δὲ ταῦτα ὁ βασιλεὺς ᾠκονόμει καὶ ἡτοιμάζετο, ὁ Βαϊμοῦντος μέρος τι τοῦ ἰδίου στρατεύματος ἀποδιελόμενος Κελτοὺς καταφράκτους ὅλους ἀποστείλας ἐξ ἐπιδρομῆς κατέσχε τὴν Πελαγονίαν, τὰ Τρίκαλα καὶ τὴν Καστορίαν. (Άννα Κομνηνή, Ἀλεξιάς (12ος αιώνας μ.Χ.), 5, 5, 2, 12)
Αναφορές
- https://smerdaleos.wordpress.com
- ή < ελληνιστική κοινή Τρίκαλα (πόλη της Σικελίας) < Τρικάρανος < τρικάρανος / τρικάρηνος (με τρεις κορυφές) (Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Η προέλευση και η εξάπλωση του γεωγραφικού όρου «Τρίκαλα», περιοδικό Τρικαλινά, 3, 1983, σελ. 5–18) ή < αρχαία ελληνική Τρίκκη / Τρίκη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | τὰ | Τρίκαλᾰ |
| γενική | τῶν | Τρικάλων |
| δοτική | τοῖς | Τρικάλοις |
| αιτιατική | τὰ | Τρίκαλᾰ |
| κλητική ὦ! | Τρίκαλᾰ | |
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Τρίκαλα < Τρικάρανος < τρικάρανος / τρικάρηνος (με τρεις κορυφές[1] ή αρχαία ελληνική Τρίκκη / Τρίκη
Κύριο όνομα
Τρίκαλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνιστική κοινή) η σικελική πόλη Τρίκαλα
- ※ <Τρίκαλον> καὶ Τρίκαλα πόλις Σικελῶν. (3ος αιώνας κε ⌘ Αίλιος Ηρωδιανός, Καθολική προσωδία, 3, 1, 381, 17)
Αναφορές
- Χαράλαμπος Συμεωνίδης, Η προέλευση και η εξάπλωση του γεωγραφικού όρου «Τρίκαλα», περιοδικό Τρικαλινά, 3, 1983, σελ. 5–18
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.