Αἰγίνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Αἰγίνιον τὰ Αἰγίνι
      γενική τοῦ Αἰγινίου τῶν Αἰγινίων
      δοτική τῷ Αἰγινί τοῖς Αἰγινίοις
    αιτιατική τὸ Αἰγίνιον τὰ Αἰγίνι
     κλητική ! Αἰγίνιον Αἰγίνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Αἰγινίω
γεν-δοτ τοῖν  Αἰγινίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αἰγίνιον < αἴγινος ή αἰγίνη + υποκοριστικό επίθημα -ιον < αρχαία ελληνική αἴξ

Κύριο όνομα

Αἰγίνιον ουδέτερο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.