Γραικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γραικός | οι | Γραικοί |
| γενική | του | Γραικού | των | Γραικών |
| αιτιατική | τον | Γραικό | τους | Γραικούς |
| κλητική | Γραικέ | Γραικοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γραικός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Γραικός· η ονομασία του αρχαίου φύλου των Γραικών πέρασε στη λατινική γλώσσα (Graecus) και από αυτήν στην ελληνιστική ως αντιδάνειο (χρησιμοποιήθηκε έως και την Τουρκοκρατία), αλλά και στις νεότερες ευρωπαϊκές γλώσσες[1]. Με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, επικράτησε ο όρος Έλληνες[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾeˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γραι‐κός
Κύριο όνομα
Γραικός αρσενικό
- (εθνικό όνομα, ιστορία) όνομα για τους Έλληνες κυρίως κατά την Τουρκοκρατία
- → δείτε τη λέξη Ρωμιός
- ※ εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω (δημοτικό τραγούδι για τον Αθανάσιο Διάκο)
- (ελληνική μυθολογία) → δείτε τη λέξη Γραικός
Συγγενικά
- γραικικός
- γραικικά (γλώσσα)
- γραικυλισμός
- γραικύλος (μειωτικό)
-
Γραικός στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Γραικός
|
Αναφορές
- Γραικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Γραικός | οἱ | Γραικοί |
| γενική | τοῦ | Γραικοῦ | τῶν | Γραικῶν |
| δοτική | τῷ | Γραικῷ | τοῖς | Γραικοῖς |
| αιτιατική | τὸν | Γραικόν | τοὺς | Γραικούς |
| κλητική ὦ! | Γραικέ | Γραικοί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Γραικώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | Γραικοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Γραικός < ελληνιστικό αντιδάνειο: (άμεσο δάνειο) λατινική Graecus < αρχαία ελληνικά Γραικός[1], άγνωστης ετυμολογίας.[2] Κατά τον Αριστοτέλη ήταν κάτοικοι της Δωδώνης, όπως και οι Σελλοί. Ο Γεώργιος Χατζιδάκις[3] τους τοποθετεί στην Τανάγρα της Βοιωτίας (στη Γραῖα), και στην Ιταλία ως αποίκους, που πρώτοι αυτοί ήρθαν σε επαφή με τους Ιταλούς.
Ουσιαστικό
Γραικός αρσενικό
- (εθνικό όνομα) των Ηπειρωτών Δωριέων (δείτε και την Ετυμολογία)
- ※ ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοὶ νῦν δ' Ἕλληνες (Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά, A, 352b
- (ελληνική μυθολογία) ανδρικό όνομα, φέρεται στη μυθολογία των Ελλήνων ότι υπήρξε ήρωας Γραικός, γιος του Δία και της Πανδώρας
Σημειώσεις
Η εθνική ονομασία Γραικοί κυριαρχούσε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Μετά την ίδρυση του νεότερου ελληνικού κράτους εγκαταλείφθηκε και αντικαταστάθηκε από τη λέξη Έλληνες.
Συγγενικά
- Γραῖκες, Γραίξ
- γραικίζω, Γραικίζω
- Γραικίς
- γραικιστί, Γραικιστί
- γραικίτης
- Γραικόστασις
- Γραίκουλος < Graeculus
ονόματα:
- Γραικίνιος
- Γραικῖνος
Απόγονοι
Γραικός (αρχαία ελληνικά) - ενδεικτικά:
- ⇒ νέα ελληνικά: Γραικός
- ↷ λατινικά: Graecus
- ↷ πρωτοσλαβική: *grьkъ
- και δείτε όρους με gr- στις Μεταφράσεις για τη λέξη Έλληνας
Αναφορές
- Γραικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Χατζιδάκις, Γεώργιος,Γλωσσολογικαί Έρευναι, τόμος Β΄, έκδοση 1977.
Πηγές
- Γραικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.