Σελλοί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Σελλοί | ||
| γενική | των | Σελλών | ||
| αιτιατική | τους | Σελλούς | ||
| κλητική | Σελλοί | |||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σελλοί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σελλοί
Προφορά
- ΔΦΑ : /seˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σελ‐λοί
- ομόηχο: Σελλί
Κύριο όνομα
Σελλοί αρσενικό στον πληθυντικό
-
Σελλοί στη Βικιπαίδεια

-
Δήμος Σελλών στη Βικιπαίδεια

Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- Σελλοί - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Σελλοί - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.