Ηπειρώτης
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.piˈɾo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐πει‐ρώ‐της
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ηπειρώτης | οι | Ηπειρώτες |
| γενική | του | Ηπειρώτη | των | Ηπειρωτών |
| αιτιατική | τον | Ηπειρώτη | τους | Ηπειρώτες |
| κλητική | Ηπειρώτη | Ηπειρώτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Ηπειρώτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἠπειρώτης. Συγχρονικά αναλύεται σε Ήπειρ(ος) + -ώτης.
Κύριο όνομα
Ηπειρώτης αρσενικό (θηλυκό Ηπειρώτισσα)
Συγγενικά
- Βορειοηπειρώτης
- ηπειρώτικος, ηπειρωτικός
Ετυμολογία 2
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Ηπειρώτης | οι | Ηπειρώτηδες |
| γενική | του | Ηπειρώτη* | των | Ηπειρώτηδων |
| αιτιατική | τον | Ηπειρώτη | τους | Ηπειρώτηδες |
| κλητική | Ηπειρώτη | Ηπειρώτηδες | ||
| * Και λόγια γενική ενικού Ηπειρώτου | ||||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- Ηπειρώτης < πατριδωνυμικό Ηπειρώτης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Ipirotis, Epirotes
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.