Δωριεῖς

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

Δωριεῖς < πληθυντικός αριθμός του Δωριεύς

Κύριο όνομα

Δωριεῖς αρσενικό πληθυντικός

  1. (εθνωνύμιο) μία από τις τέσσερις φυλές (Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς και Δωριείς) του αρχαίου ελλαδικού χώρου που αποτέλεσαν το πρώιμο ελληνικό έθνος
  2. απόγονοι του μυθικού Δώρου

Παράγωγα

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Δωριεῖς αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.