Πανδώρα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πανδώρα < αρχαία ελληνική πᾶν + δῶρον
Προφορά
- ΔΦΑ : /panˈðo.ɾa/
Κύριο όνομα
Πανδώρα θηλυκό
Εκφράσεις
- άνοιξε το κουτί της Πανδώρας: για κάτι που επιφέρει φοβερές συνέπειες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.