Γαλάτες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Γαλάτης | οι | Γαλάτες |
| γενική | του | Γαλάτη | των | Γαλατών |
| αιτιατική | τον | Γαλάτη | τους | Γαλάτες |
| κλητική | Γαλάτη | Γαλάτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Κύριο όνομα
Γαλάτες
- (εθνωνύμιο, ιστορία) ο λαός των Γαλατών
- (χριστιανισμός) → δείτε τον τίτλο προς Γαλάτας ένα βιβλίο της Καινής Διαθήκης, αποτελούμενο από έξι κεφάλαια
Μεταφράσεις
Γαλάτες & βιβλίο Παλαιάς Διαθήκης
|
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Γαλάτες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του Γαλάτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.