Γαλάτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Γαλάτη < γενική ενικού του αρσενικού Γαλάτης
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Галати
- λατινικοί χαρακτήρες: Galati
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.