Αμερική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αμερική | οι | Αμερικές |
| γενική | της | Αμερικής | — | |
| αιτιατική | την | Αμερική | τις | Αμερικές |
| κλητική | Αμερική | Αμερικές | ||
| Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Χάρτης της Αμερικής, Βόρειας και Νότιας. Η Γροιλανδία, επάνω δεξιά.
Ετυμολογία
- Αμερική (μαρτυρείται από το 1792) < γαλλική Amérique < νεολατινική America < από το όνομα του Ιταλού Αμέριγκο Βεσπούτσι (Amerigo Vespucci) [1] (> νεολατινική Americo Vespucci) < μεσαιωνική λατινική Americus < φραγκική *Haimrik < πρωτογερμανική *Haimarīks < *haimaz (σπίτι) + *rīks (βασιλιάς) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱóymos (χωριό, σπίτι) < *ḱey- + *h₃rḗǵs
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.me.ɾiˈci/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐με‐ρι‐κή
Κύριο όνομα
Αμερική θηλυκό
- μία από τις ηπείρους· βρέχεται ανατολικά από τον Ατλαντικό ωκεανό και δυτικά από τον Ειρηνικό
- (συνεκδοχικά) οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής
- άλλες μορφές: Αμέρικα (προφορικό, παρωχημένο)
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
αμερικ-
αμερικ-
|
Παράγωγα |
Σύνθετα
όπως ενδεικτικά |
- Λέξεις (εκτός από κύρια ονόματα) με αμερικ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
-
Αμερική στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Αμερική
|
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.