γερμανικά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γερμανικά
      γενική των γερμανικών
    αιτιατική τα γερμανικά
     κλητική γερμανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερμανικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γερμανικός στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

γερμανικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Σημειώσεις

  • κωδικός γλώσσας: de

Διάλεκτοι

  • γερμανικά του Παλατινάτου, περιοχής της δυτικής Γερμανίας
    κωδικός γλώσσας: pfl
  • γερμανικά της Πενσυλβανίας: διάλεκτος της άνω γερμανικής που μιλιέται από τους Άμις σε ορισμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, ιδίως στην Πενσυλβάνια
    κωδικός γλώσσας: pdc

Μεταφράσεις

Επίρρημα

γερμανικά

  1. χρησιμοποιώντας τη γερμανική γλώσσα
  2. όπως κάνουν οι Γερμανοί

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γερμανικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.