Αμερικανός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Αμερικανός | οι | Αμερικανοί |
| γενική | του | Αμερικανού | των | Αμερικανών |
| αιτιατική | τον | Αμερικανό | τους | Αμερικανούς |
| κλητική | Αμερικανέ | Αμερικανοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αμερικανός < (μαρτυρείται από το 1888), (άμεσο δάνειο) αγγλική American + -ός [1]. Με θηλυκό σε -ίς > -ίδα.
- Ή, Αμερικ(ή) + -ανός. [2] Συγκρίνετε με το Αμερικάνος.
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈnos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐με‐ρι‐κα‐νός
- τονικό παρώνυμο: Αμερικάνος
Κύριο όνομα
Αμερικανός αρσενικό (θηλυκό Αμερικανίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τις ΗΠΑ ή έχει την αντίστοιχη υπηκοότητα
- ↪ τα μέλη της ομάδας ήταν, ένας Αμερικανός, ένας Γάλλος και ένας Έλληνας
- Αμερικάνος (οικείο)
- αμερικανός, αμερικάνος (σε επιθετική λειτουργία)
Συγγενικά
- Αμερικάνα
- αμερικανικός
- αμερικανο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα αμερικανο- στο Βικιλεξικό
→ και δείτε τη λέξη Αμερική
Μεταφράσεις
Αμερικανός
|
Αναφορές
- Αμερική - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Αμερικανός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.