αμερικανοκίνητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμερικανοκίνητος | η | αμερικανοκίνητη | το | αμερικανοκίνητο |
| γενική | του | αμερικανοκίνητου | της | αμερικανοκίνητης | του | αμερικανοκίνητου |
| αιτιατική | τον | αμερικανοκίνητο | την | αμερικανοκίνητη | το | αμερικανοκίνητο |
| κλητική | αμερικανοκίνητε | αμερικανοκίνητη | αμερικανοκίνητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμερικανοκίνητοι | οι | αμερικανοκίνητες | τα | αμερικανοκίνητα |
| γενική | των | αμερικανοκίνητων | των | αμερικανοκίνητων | των | αμερικανοκίνητων |
| αιτιατική | τους | αμερικανοκίνητους | τις | αμερικανοκίνητες | τα | αμερικανοκίνητα |
| κλητική | αμερικανοκίνητοι | αμερικανοκίνητες | αμερικανοκίνητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμερικανοκίνητος < αμερικανο- + -κίνητος
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.noˈci.ni.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κα‐νο‐κί‐νη‐τος
Επίθετο
αμερικανοκίνητος
- που (υπο)κινείται από την Αμερική ή τους Αμερικανούς
- ※ Πέρασαν πάνω από έξι δεκαετίες για να ξαναβγούν οι Κουβανοί στους δρόμους. Αυτή τη φορά απέναντί τους δεν είναι κάποιος αμερικανοκίνητος δικτάτορας, αλλά το καθεστώς που εγκαθίδρυσε και του οποίου ηγήθηκε επί δεκαετίες ο ίδιος άνθρωπος που έφερε σε νικηφόρο πέρας την Επανάσταση, ο Κάστρο. (Νεφέλη Λυγερού, Εξέγερση στο Κάστρο του Φιντέλ - Η κοινωνική οργή «δυναμιτίζει» το καθεστώς στην Κούβα, Πρώτο Θέμα, 21 Ιουλίου 2021)
Μεταφράσεις
αμερικανοκίνητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.