Αμερικάνος

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /a.me.ɾiˈka.nos/
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αμερικάνος

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αμερικάνος οι Αμερικάνοι
      γενική του Αμερικάνου των Αμερικάνων
    αιτιατική τον Αμερικάνο τους Αμερικάνους
     κλητική Αμερικάνε Αμερικάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Αμερικάνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική Americano + < America (Αμέρικ(α) + -άνος. [1] Συγκρίνετε με το Αμερικανός.

Κύριο όνομα

Αμερικάνος αρσενικό (θηλυκό Αμερικάνα)

  • (εθνικό όνομα, οικείο) ο Αμερικανός
    ήρθε ένας Αμερικάνος στην παρέα μας

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις Αμερικανός και Αμερική

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αμερικάνος οι Αμερικάνοι
      γενική του Αμερικάνου των Αμερικάνων
    αιτιατική τον Αμερικάνο τους Αμερικάνους
     κλητική Αμερικάνο Αμερικάνοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Αμερικάνος < εθνωνύμιο Αμερικάνος

Κύριο όνομα

Αμερικάνος αρσενικό (θηλυκό Αμερικάνου)

Μεταγραφές

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.