προνευστασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προνευστασμός οι προνευστασμοί
      γενική του προνευστασμού των προνευστασμών
    αιτιατική τον προνευστασμό τους προνευστασμούς
     κλητική προνευστασμέ προνευστασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προνευστασμός < προνευστάζω, προνευστασ- + -μός

Ουσιαστικό

προνευστασμός αρσενικό

  • πρόνευση (Χρειάζεται διευκρίνιση: αν έχει διαφορά ο ορισμός (βλ. Δημητράκος))

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.