πλαγιολίσθηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλαγιολίσθηση οι πλαγιολισθήσεις
      γενική της πλαγιολίσθησης* των πλαγιολισθήσεων
    αιτιατική την πλαγιολίσθηση τις πλαγιολισθήσεις
     κλητική πλαγιολίσθηση πλαγιολισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλαγιολισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλαγιολίσθηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πλαγιολίσθηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.