πτέρυγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτέρυγα οι πτέρυγες
      γενική της πτέρυγας των πτερύγων
    αιτιατική την πτέρυγα τις πτέρυγες
     κλητική πτέρυγα πτέρυγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πτέρυγα < αρχαία ελληνική πτέρυγα, αιτιατική ενικού τού πτέρυξ ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική aile[1])

Ουσιαστικό

πτέρυγα θηλυκό

  1. (λόγιο) το φτερό
    τα αντιαεροπορικά κατέστρεψαν τη δεξιά πτέρυγα του αεροπλάνου
  2. το διακριτό τμήμα ενός κτιρίου
    το άγαλμα φυλάσσεται στη δυτική πτέρυγα του μουσείου
  3. (στρατιωτικός όρος) η οργανική μονάδα της ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας
    η 111 Πτέρυγα Μάχης έχει ως αποστολή την αναχαίτιση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.