κλυδωνισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλυδωνισμός οι κλυδωνισμοί
      γενική του κλυδωνισμού των κλυδωνισμών
    αιτιατική τον κλυδωνισμό τους κλυδωνισμούς
     κλητική κλυδωνισμέ κλυδωνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλυδωνισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλυδωνισμός (θαλασσοταραχή) < κλυδωνίζομαι, κλυδωνισ- + -μός με κατάληξη -ισμός< αρχαία ελληνική κλύδων

Προφορά

ΔΦΑ : /kli.ðo.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλυδωνισμός

Ουσιαστικό

κλυδωνισμός αρσενικό

  1. σφοδρή κίνηση ενός αντικειμένου λόγω της επενέργειας εξωτερικής δύναμης
     συνώνυμα: ταρακούνημα
    1. ιδίως πλεούμενου
    2. ή αεροσκάφους
       συνώνυμα: αναταράξεις
  2. (μεταφορικά) αστάθεια σε ένα σύστημα
    Κλυδωνισμοί στο πολιτικό σύστημα μετά τα πρόσφατα σκάνδαλα.
     συνώνυμα: διατάραξη, αναταραχή

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κλύδων

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

κλυδωνισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλυδωνισμός

Ουσιαστικό

κλυδωνισμός αρσενικό

  1. θαλασσοταραχή, φουρτούνα
  2. (μεταφορικά) ψυχική αναστάτωση

Συγγενικά

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κλυδωνισμός οἱ κλυδωνισμοί
      γενική τοῦ κλυδωνισμοῦ τῶν κλυδωνισμῶν
      δοτική τῷ κλυδωνισμ τοῖς κλυδωνισμοῖς
    αιτιατική τὸν κλυδωνισμόν τοὺς κλυδωνισμούς
     κλητική ! κλυδωνισμέ κλυδωνισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κλυδωνισμώ
γεν-δοτ τοῖν  κλυδωνισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλυδωνισμός < κλυδωνίζομαι, κλυδωνισ- + -μός < αρχαία ελληνική κλύδων

Ουσιαστικό

κλυδωνισμός αρσενικό

Συγγενικά

  • κλυδώνισμα

 και δείτε το αρχαίο κλύδων

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.