πληκτρολόγιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πληκτρολόγιο τα πληκτρολόγια
      γενική του πληκτρολόγιου
& πληκτρολογίου
των πληκτρολόγιων
& πληκτρολογίων
    αιτιατική το πληκτρολόγιο τα πληκτρολόγια
     κλητική πληκτρολόγιο πληκτρολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πληκτρολόγιο υπολογιστή.

Ετυμολογία

πληκτρολόγιο < πλήκτρ(ο) + -ο- + -λόγιο

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.ktɾoˈlo.ʝi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πληκτρολόγιο

Ουσιαστικό

πληκτρολόγιο ουδέτερο

  1. (συσκευή, πληροφορική) ο αριθμός πλήκτρων, με γράμματα, αριθμούς ή άλλα σύμβολα πάνω τους, που είναι τοποθετημένα κατά έναν ορισμένο τρόπο, ώστε να είναι κατάλληλο για το χειρισμό των ανάλογων μηχανισμών και συσκευών κ.λπ.
    το πληκτρόλογιο της γραφομηχανής / του υπολογιστή / του φωτισμού
  2. (μουσική, προφορικό το μέρος του μουσικού οργάνου όπου βρίσκονται τα πλήκτρα
    πληκτρολόγιο ενός συνθεσάιζερ / ακορντεόν
    για τα πλήκτρα του πιάνου  δείτε τη λέξη κλαβιέ

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.