μετρήσιμος

Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μετρήσιμος η μετρήσιμη το μετρήσιμο
      γενική του μετρήσιμου της μετρήσιμης του μετρήσιμου
    αιτιατική τον μετρήσιμο τη μετρήσιμη το μετρήσιμο
     κλητική μετρήσιμε μετρήσιμη μετρήσιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μετρήσιμοι οι μετρήσιμες τα μετρήσιμα
      γενική των μετρήσιμων των μετρήσιμων των μετρήσιμων
    αιτιατική τους μετρήσιμους τις μετρήσιμες τα μετρήσιμα
     κλητική μετρήσιμοι μετρήσιμες μετρήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μετρήσιμος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

μετρήσιμος, -η, -ο

  • που μπορεί να έχει μέτρο ή ποσότητα αλλά δεν είναι αριθμήσιμος, αριθμητός
    το "ρύζι" είναι μετρήσιμο ουσιαστικό (πολύ ρύζι, λίγο ρύζι, δύο κιλά ρύζι)
     αντώνυμα: μη μετρήσιμος

Σημειώσεις

  • (γραμματική) τα μετρήσιμα αφηρημένα ουσιαστικά συνήθως χρησιμοποιούνται στον ενικό, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν διαθέτουν πληθυντικό ο οποίος χρησιμοποιείται σε ειδικές περιστάσεις ή αναφορές ανάλογα με τους κανόνες γραμματικής κάθε γλώσσας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.