widget

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
widget widgets

widget (en)

  1. μαραφέτι
  2. (πληροφορική) υπολογιστική εφαρμογή, μικροεφαρμογή
  3. (πληροφορική, GUI) γραφικό στοιχείο
     συνώνυμα: graphical widget, graphical control element, control
    δείτε επίσης: graphical widget στην αγγλική Βικιπαίδεια

Σημειώσεις

  • widget υπολογισμού κρίσιμης γωνίας ολικής ανάκλασης ** όμως πρώτα μελέτα αυτό **

Υπερώνυμα

  • widget στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.