επιβολή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιβολή | οι | επιβολές |
| γενική | της | επιβολής | των | επιβολών |
| αιτιατική | την | επιβολή | τις | επιβολές |
| κλητική | επιβολή | επιβολές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιβολή < αρχαία ελληνική ἐπιβολή < ἐπιβάλλω < ἐπί + βάλλω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.voˈli/
Ουσιαστικό
επιβολή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επιβάλλω
- ※ Σπάνια, λένε, συγγραφέας απόκτησε την παγκόσμια επιβολή με την ταχύτητα που την απόκτησε ο Ιούλιος Βερν. (Έλλη Αλεξίου (1955) Ιούλιος Βερν [δοκίμιο])
Μεταφράσεις
επιβολή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.