quality control
Αγγλικά (en)
Πολυλεκτικός όρος
quality control (en)
- ποιοτικός έλεγχος, έλεγχος ποιότητας: διαδικασία που ακολουθείται (με επιθεώρηση, δοκιμές, κλπ) σε μια εργασία για τη διασφάλιση της ποιότητας του αποτελέσματος.
-
quality control στην αγγλική Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.