can
Αγγλικά (en)
Ρήμα 1
| ενεστώτας | can |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | can |
| αόριστος | could |
| παθητική μετοχή | — |
| ενεργητική μετοχή | able |
| αγγλικά ανώμαλα ρήματα | |
can (en) (modal verb)
- μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να πει ότι είναι δυνατό κάποιος ή κάτι να κάνει κάτι ή να συμβεί κάτι
- ↪ Can you come?
- Θα μπορέσεις να έρθεις;
- ↪ I could not go yesterday.
- Δεν μπόρεσα να πάω χθες.
- ↪ At last I could see him.
- Επιτέλους μπόρεσα και τον είδα.
- ↪ Well, I will go, if no one else can.
- Καλά, να πάω εγώ, αν δεν μπορεί να πάει κάποιος άλλος.
- ↪ What can I do?
- Τι να κάνω;
- ↪ Can you come?
- μπορώ, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάποιος ξέρει πώς να κάνει κάτι
- ↪ Can you swim?
- Μπορείς να κολυμπήσεις;
- ↪ I cannot write./I can’t write.
- Δεν μπορώ να γράψω.
- ↪ Can you swim?
- μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος επιτρέπεται να κάνει κάτι
- ↪ You can go now.
- Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα.
- ↪ He said I could leave.
- Είπε ότι μπορούσα να φύγω.
- ↪ -“Can I take a chocolate?” -“Yes, of course you can (take one)!”
- -«Να πάρω ένα σοκολατάκι;» -«Και βέβαια να πάρεις!»
- ↪ You can go now.
- μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να ζητήσει άδεια να κάνει κάτι
- ↪ Can I go out, sir?
- Μπορώ να πάω έξω, κύριε;
- ↪ Can I also borrow books from the library this weekend?
- Να δανείζομαι κι εγώ βιβλία από τη βιβλιοθήκη τα Σαββατοκύριακα;
- ↪ -“Can I take a chocolate?” -“Yes, of course you can (take one)!”
- -«Να πάρω ένα σοκολατάκι;» -«Και βέβαια να πάρεις!»
- ≈ συνώνυμα: → και δείτε τη λέξη may
- ↪ Can I go out, sir?
- να, χρησιμοποιείται για να εκφράσει αμφιβολίες ή έκπληξη
- ↪ What can I tell you?/What can I do?
- Τι να σου πω;/Τι να κάνω; (ως ρητορική ερώτηση που σημαίνει ότι αμφιβάλλω αν υπάρχει κάτι να σου πω ή να κάνω)
- ↪ What can I tell you?/What can I do?
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- χρησιμοποιείται την έκφραση be able to οπότε το ρήμα can είναι ελλειπτικό
- ↪ για παράδειγμα την πρόταση «Θα μπορέσω να έρθω».
- Η πρόταση “I will be able to come.” είναι σωστό.
- Η πρόταση “I will can come.” είναι λανθασμένο.
- ↪ για παράδειγμα την πρόταση «Θα μπορέσω να έρθω».
Ρήμα 2
| ενεστώτας | can |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | cans |
| αόριστος | canned |
| παθητική μετοχή | canned |
| ενεργητική μετοχή | canning |
can (en)
- κονσερβοποιώ
- ↪ industry that cans olives/tomatoes/fish - βιομηχανία που κονσερβοποιεί ελιές/ντομάτες/ψάρια
- (αμερικανική σημασία)
- (μεταβατικό, ανεπίσημο, αργκό) απολύω, πετάω κάποιον από τη δουλειά του
- κόβω κάποια ιδέα, έργο, κτλ
Εκφράσεις
- carry the can (πληρώνω τη νύφη)
Πηγές
- can (modal verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- can (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Collins Dictionary: What is the difference between can, could and be able to?
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574. ISBN 9780194325684., λήμμα: μπορώ
Τουρκικά (tr)
Ετυμολογία
- can < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική جان (can) <(άμεσο δάνειο) περσική جان (jân) << μέση περσική 𐫃𐫏𐫀𐫗 (gyān) <<< σανσκριτική व्यान (vyāná) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈd͡ʒɑn/
Ουσιαστικό
can (tr)
- άυλη οντότητα που επιτρέπει σε ανθρώπους και ζώα να ζουν και χωρίζεται από το σώμα μετά το θάνατο, ψυχή, η βασική αρχή της ύπαρξης και της ζωής
- ζην, ζωή, επιβίωση
- δύναμη, ζωντάνια, ζωτικότητα, σθένος
- ≈ συνώνυμα: güç, dirilik
- άτομο, πρόσωπο, άνθρωπος
- η ύπαρξη ενός ανθρώπου, η ουσία και ο πυρήνας του
- καρδιά, το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής
- αδελφός του τάγματος σύμφωνα με τις σέκτες των Μπεκτασήδων και των Μεβλεβήδων
Κλίση
κλίση του can
| ενικός | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | can | canlar |
| αιτιατική | canı | canları |
| δοτική | cana | canlara |
| τοπική | canda | canlarda |
| αφαιρετική | candan | canlardan |
| γενική | canın | canların |
κτητικές μορφές του can
| (ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | canım | canlarım |
| ... σου | canın | canların |
| ... του | canı | canları |
| ... μας | canımız | canlarımız |
| ... σας | canınız | canlarınız |
| ... τους | canları | canları |
| (αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | canımı | canlarımı |
| ... σου | canını | canlarını |
| ... του | canını | canlarını |
| ... μας | canımızı | canlarımızı |
| ... σας | canınızı | canlarınızı |
| ... τους | canlarını | canlarını |
| (δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | canıma | canlarıma |
| ... σου | canına | canlarına |
| ... του | canına | canlarına |
| ... μας | canımıza | canlarımıza |
| ... σας | canınıza | canlarınıza |
| ... τους | canlarına | canlarına |
| (τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | canımda | canlarımda |
| ... σου | canında | canlarında |
| ... του | canında | canlarında |
| ... μας | canımızda | canlarımızda |
| ... σας | canınızda | canlarınızda |
| ... τους | canlarında | canlarında |
| (αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | canımdan | canlarımdan |
| ... σου | canından | canlarından |
| ... του | canından | canlarından |
| ... μας | canımızdan | canlarımızdan |
| ... σας | canınızdan | canlarınızdan |
| ... τους | canlarından | canlarından |
| (γενική) | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ... μου | canımın | canlarımın |
| ... σου | canının | canlarının |
| ... του | canının | canlarının |
| ... μας | canımızın | canlarımızın |
| ... σας | canınızın | canlarınızın |
| ... τους | canlarının | canlarının |
κλίση του can (ως κατηγορουμένου)
| ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| είμαι | canım | canlarım* |
| είσαι | cansın | canlarsın* |
| είναι | can / candır | canlar* / canlardır* |
| είμαστε | canız | canlarız |
| είστε | cansınız | canlarsınız |
| είναι | canlar | canlardır |
| αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ήμουν | candım | canlardım* |
| ήσουν | candın | canlardın* |
| ήταν | candı | canlardı* |
| ήμασταν | candık | canlardık |
| ήσασταν | candınız | canlardınız |
| ήταν | candı(lar) | canlardı |
| έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| ήμουν | canmışım | canlarmışım* |
| ήσουν | canmışsın | canlarmışsın* |
| ήταν | canmış | canlarmış* |
| ήμασταν | canmışız | canlarmışız |
| ήσασταν | canmışsınız | canlarmışsınız |
| ήταν | canmış(lar) | canlarmış |
| *Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. | ||
Παράγωγα
- canım
- canlı
- cansız
Συγγενικά
- can almak
- can dostu
- can düşmanı
- can pazarı
- can simidi
- can vermek
- can yeleği
- can yoldaşı
- cankurtaran
Αναφορές
- can - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.