επιβίωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιβίωση | οι | επιβιώσεις |
| γενική | της | επιβίωσης* | των | επιβιώσεων |
| αιτιατική | την | επιβίωση | τις | επιβιώσεις |
| κλητική | επιβίωση | επιβιώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιβιώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈvi.o.si/
Ουσιαστικό
επιβίωση θηλυκό
Αναφορές
- επιβίωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.