modal verb

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
modal verb modal verbs

Ετυμολογία

modal verb <  δείτε τις λέξεις modal και verb
παραδείγματα: αγγλικά modal verbs:

αρνητικά:

Πολυλεκτικός όρος

modal verb (en)

Υπερώνυμα

Σημειώσεις

Στα αγγλικά, τα modal verbs είναι είδος ρημάτων βοηθητικών ρημάτων (auxiliary verb) για την έκραση τροπικότητας. Έχουν διαφορά από τα ομαλά ρήματα. Τα χαρακτηριστικά τους:

  • Κλίνονται στον ενεστώτα (δεν έχουν άλλους χρόνους).
  • Δεν αλλάζουν μορφή με το α’/β´/γ’πρόσωπο.
  • Στην άρνηση του ενεστώτα τοποθετείται το not μετά το modal verb.
  • Μετά το modal verb ακολουθεί πάντα ένα απαρέμφατο.

Αναφορές

  1. Ανδριώτου, Βασιλεία-Ειρήνη. Ερικέττη Μεταξά (2006) Διδάσκοντας την επιστημική τροπικότητα της αγγλικής με παράλληλα κείμενα. Διαγλωσσικές Θεωρήσεις, 2016 Ειδικό τεύχος (313-338) pdf@metafraseiw.enl.uoa.gr

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.