κονσέρβα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κονσέρβα οι κονσέρβες
      γενική της κονσέρβας των κονσερβών
    αιτιατική την κονσέρβα τις κονσέρβες
     κλητική κονσέρβα κονσέρβες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κονσέρβα < (ιταλ. conserva) < conservare < λατ. cum + servo
Ελιές σε κονσέρβα.

Ουσιαστικό

κονσέρβα θηλυκό

να ανοίξω μια κονσέρβα τόνο;
τα φασολάκια από το αγρόκτημά μου τα δίνω για κονσέρβα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.